γλιτζιάζω

γλιτζιάζω
γλίτζιασα, γλιτζιασμένος, και γλιτσιάζω γλίτσιασα, γλιτσιασμένος
1. έχω γλίτζα: Γλίτσιασε το κρέας.
2. είμαι λιγδιασμένος: Γλίτζιασαν τα χέρια μου από τα λάδια της μηχανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλιτσιάζω — και γλιντζιάζω και γλιτζιάζω 1. έχω γλίτσα, είμαι βρόμικος 2. λερώνω κάποιον με γλίτσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”